- Ἑλικῶνα
- Ἑλικώνmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑλίκωνα — ἑλίκων thread spun from the distaff to the spindle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλικῶν' — Ἑλικῶνα , Ἑλικών masc acc sg Ἑλικῶνι , Ἑλικών masc dat sg Ἑλικῶνε , Ἑλικών masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελικώνιος — α, ο (Α ἑλικώνιος, α, ον) αυτός που αναφέρεται στις Μούσες τού Ελικώνα νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ελικώνιος λεπιδόπτερο έντομο τής οικογένειας τών παπιλιονιδών 2. το θηλ. ως ουσ. η ελικωνία καλλωπιστικό φυτό τής τροπικής Αμερικής αρχ. 1. αυτός… … Dictionary of Greek
ιπποκρήνη — Ονομασία δύο πηγών, που δημιουργήθηκαν, σύμφωνα με τη μυθολογία, από χτύπημα της οπλής του Πήγασου στο έδαφος. 1. Πηγή που ανάβλυσε στην Τροιζήνα ή κοντά στην πόλη αυτή, όταν ο Βελλερεφόντης, έφιππος στο φτερωτό του άλογο, ζήτησε από τον Πιτθέα… … Dictionary of Greek
Κιθαιρώνας — Όρος (ψηλότερη κορυφή Προφήτης Ηλίας, 1.409 μ.) στα δυτικά όρια των νομών Βοιωτίας και Αττικής. Ανήκει στο δυτικό βοιωτικό αττικό (χαμηλού ύψους και επίμηκες) ορεινό σύστημα και αποτελεί την ανατολική νοτιοανατολική προέκταση του Ελικώνα, με τον… … Dictionary of Greek
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
Ίωνες — Ένα από τα τέσσερα ελληνικά φύλα, το οποίο περιλάμβανε είτε τους Έλληνες της Αττικής και της Εύβοιας είτε τους αποίκους εκείνους οι οποίοι περίπου στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. εγκαταστάθηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας μεταξύ των κοιλάδων του… … Dictionary of Greek
Ελικωνιάς — Ἑλικωνιάς, η (Α) 1. μούσα που ζει στον Ελικώνα 2. το φυτό υάκινθος … Dictionary of Greek
Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… … Dictionary of Greek
Παρνασσός — I Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρών Ηραίας. II Όρος της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται με ΒΔ ΝΑ διεύθυνση στα όρια των νομών Βοιωτίας, Φωκίδας… … Dictionary of Greek